- φορβῆς
- φορβήpasturefem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Φορβῶν — Φόρβης masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φόρβου — Φόρβης masc gen sg Φόρβος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φόρβα — Φόρβας masc voc sg (epic) Φόρβᾱ , Φόρβης masc nom/voc/acc dual Φόρβης masc voc sg Φόρβᾱ , Φόρβης masc gen sg (doric aeolic) Φόρβης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φόρβαν — Φόρβας masc voc sg Φόρβᾱν , Φόρβης masc acc sg (epic doric aeolic) Φόρβης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φόρβας — Φόρβᾱς , Φόρβας masc nom sg Φόρβᾱς , Φόρβης masc acc pl Φόρβᾱς , Φόρβης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek
κορεννύω — (ΑM κορεννύω, Α και κορέννυμι και κορέω και κορέσκω [στη νεοελλ. συν. στον μέλλ., αόρ. και παρακμ.]) 1. γεμίζω κάτι όσο το δυνατό περισσότερο, υπερπληρώ «κορέσαι στόμα... ἐμᾱς σαρκός», Σοφ.) 2. προκαλώ σε κάποιον το αίσθημα τού χορτασμού ή… … Dictionary of Greek
ογμεύω — ὀγμεύω (Α) [όγμος] 1. (για γεωργό που καλλιεργεί ή θερίζει) κινούμαι σε ευθεία γραμμή, κάνω ευθεία γραμμή με το άροτρο 2. βαδίζω σε σειρά μπροστά από κάποιον («τὸ πλῆθος τῶν πεζῶν καὶ τῶν ἱππέων ὤγμευον αὐτῷ», Ξεν.) 3. φρ. «ὀγμεύω στίβον» (για… … Dictionary of Greek
φορβή — η, ΝΜΑ τροφή για ζώα, ιδίως κατοικίδια, νομή, ζωοτροφή νεοελλ. (ιδίως) τροφή ζώων σε ξηρή μορφή, όπως λ.χ. άχυρο, σανός κ.ά. μσν. αρχ. καύσιμη ύλη («φορβῆς ἠπανίῃ ψύχεται αὐτομάτως», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. τροφή αρπακτικών πουλιών 2. είδος τροφής για … Dictionary of Greek